- εὐρυφυής
- εὐρυ-φυής, ές (φύω): wide-growing, i. e. with its rows of kernels far apart, epith. of barley, Od. 4.604†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
εὐρυφυεῖ — εὐρυφυής broadgrowing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐρυφυής broadgrowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυφυές — εὐρυφυής broadgrowing masc/fem voc sg εὐρυφυής broadgrowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek